-
1 πρωτομιλώ
πρωτομιλάω μετ., αμετ.1) говорить первым; 2) заговорить впервые;τό μωρό προχθές πρωτομίλησε — ребёнок начал говорить позавчера
См. также в других словарях:
ακόμη — και ακόμα επίρρ.(Μ ἀκόμη) Α. (χρονικό) 1. (χωρίς άρνηση) α) έως τώρα «το μωρό κοιμάται ακόμη» β) μόλις, πριν από λίγο «ακόμη προχθές είχες άλλη γνώμη» 2. (με άρνηση) α) όχι έως τώρα «δεν έχω διαβάσει ακόμη» β) πριν, προτού να «ακόμη δεν μεγάλωσες … Dictionary of Greek